Το όνομα Ντεμπίνα κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ιταλικό «de vino» -που σημαίνει σταφύλι του κρασιού - και αυτός είναι ο λόγος που εικάζεται ότι έχει ιταλική προέλευση. Απαντάται και σε άλλες περιoχές, όχι όμως σε τόσο μεγάλη έκταση. Σημαντική καλλιέργεια Ντεμπίνας γίνεται στην περιοχή της Ηπείρου. Καταλαμβάνει συνολικά μια καλιεργήσιμη έκταση περίπου 7.500 στρεμμάτων. Με βάση τα συνεταιριστικά στοιχεία Η καλλιέργεια της ποικιλίας Ντεμπίνα εντοπίζεται στην ευρύτερη αμπελουργική περιοχή της Ζίτσας του νομού Ιωαννίνων, όπου καταλαμβάνει έκταση 5.500 στρ. περίπου. Πρόκειται μάλλον για παλαιά αυτόχθονα ποικιλία της Ηπείρου, που κατά μια εκδοχή καλλιεργείται από τα τέλη του 16ου αιώνα και οφείλει την ονομασία της στο χωριό Ντάμπενι που βρίσκεται μεταξύ Καστοριάς και Κορυτσάς. Εξαιτίας πιθανόν της συγκεκριμένης περιοχής στην οποία αποκλειστικά απαντάται, δεν υπάρχουν ακριβείς αναφορές για την προέλευσή της ούτε και μνημονεύεται από τους αμπελογράφους του 18ου και του 19ου αιώνα. Για τους ίδιους λόγους δεν αναφέρονται συνώνυμα της ποικιλίας, πράγμα ασυνήθιστο για τις γηγενείς ελληνικές ποικιλίες αμπέλου, που κατά κανόνα συνοδεύονται από αριθμό συνωνύμων.
Λευκή γηγενής ποικιλια ζωηρή, παραγωγική, έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε διάφορα εδάφη αλλά ευαίσθητη σε ωίδιο, περονόσπορο, βοτρύτη, μολυσματικό εκφυλισμό και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Διαμορφώνεται κυρίως σε γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι(Royat) αλλά και κύπελλο και δέχεται κλάδεμα κοντό στα 2 μάτια. Ωριμάζει μέσα με τέλη Σεπτέμβρη και δίνει κρασιά ξηρά μέτριου αλκοολικού τίτλου, καλής οξύτητας, με διακριτικό άρωμα, όπως επίσης και ημιαφρώδεις οίνους.
Ως ποικιλία προσαρμόζεται εύκολα σε εδάφη πτωχά, ξηρά και ασβεστώδη. Καλλιεργείται σε 700 υψόμετρο σε αβαθή ασβεστολιθικά εδάφη, με μικροκλίμα που επηρεάζεται από τις θαλάσσιες αύρες που φτάνουν στην περιοχή μέσα από τα περάσματα που χάραξε ο Θύαμης κοντά στις όχθες του Καλαμά (παραπόταμος του Θύαμη-σήμερα οι δύο λέξεις ταυτίζονται). Τα πλούσια σε κάλιο εδάφη προσδίδουν αντοχή στις ασθένειες και ειδικότερα στο ωίδιο (ασθένεια του αμπελιού), εξασφαλίζοντας συγχρόνως την καλή ωρίμαση.
Οι αμπελώνες είναι εγκατεστημένοι με μεσημβρινή κατεύθυνση απαλλαγμένοι από υγρασίες την περίοδο του καλοκαιριού και από ψυχρά ρεύματα την περίοδο του χειμώνα. Η ντεμπίνα είναι ποικιλία πολύ ζωηρή και εύρωστη, η οποία μάλιστα σε υψηλές αποδόσεις ανά στρέμμα δεν παρουσιάζει μείωση στην ποιότητα των σταφυλιών, όπως συμβαίνει σε άλλες ποικιλίες. Το σταφύλι είναι κυλινδροκωνικό πυκνόρωγο, με μήκος γύρω στα 21 εκατοστά. Η ρώγα είναι μεσαίου μεγέθους, σφαιρική, με κιτρινοπράσινο χρώμα, μαλακή σάρκα, γλυκιά έως λίγο υπόξινη, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα προσφιλή στις σφήκες.
Πρώτη η Ζίτσα (Ήπειρος περιοχή Ιωαννίνων) εισήγαγε την καλιέργια της Ντεμπίνας στην Ελλάδα και δημιούργησε ένα ροζέ ημίξηρο, λιγότερο ή περισσότερο αεριούχο κρασί που προέκυπτε από την οινοποίηση της λευκής Ντεμπίνας και των ερυθρών Μπεκιάρι και Βλάχικο. Ο αεριούχος χαρακτήρας του ήταν καθαρά θέμα τύχης και οφειλόταν στις κλιματολογικές συνθήκες και το ψυχρό καυ υγρό Ηπειρωτικό κλίμα της περιοχής που δεν άφηναν τα σταφύλια να ωριμάσουν εντελώς. Τι να κάνουν οι αμπελουργοί; Αναγκάστηκαν να σηκώνουν τις κλάρες του αμπελιού και να τις δένουν προς τα πάνω, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένα στον ήλιο τα τσαμπιά, για να ωριμάζουν περισσότερο. Αυτά ωρίμαζαν, αλλά ο μούστος που έδιναν είχε τόσο υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρα που δεν προλάβαινε να ζυμωθεί το Σεπτέμβρη/Οκτώβρη και πριν αρχίσουν να φυσάνε ξανά οι κρύοι αέρηδες από την Πίνδο - οι οποίοι σήμαιναν και τη λήξη της ζύμωσης. Σταματούσε, λοιπόν, αναγκαστικά η φυσική διαδικασία και ξανάρχιζε την άνοιξη με άφθονο ανθρακικό αέριο που σιγά - σιγά και εμπειρικά οι οινοποιοί της Ζίτσας έμαθαν να εγκλωβίζουν στα βαρέλια τους και να το διατηρούν μέχρι να καταναλώσουν όλο το κρασί. Όσο για το ροζέ χρώμα; Οφειλόταν στο ότι δεν έμπαιναν στον κόπο να χωρίσουν τα λευκά από τα κόκκινα σταφύλια - τα οινοποιούσαν μάλιστα με τις φλούδες και τα τσάμπουρα. Το κρασί αυτό σπάνια περνούσε τα όρια του νομού Ιωαννίνων. Δεν άντεχε, άλλωστε, στις μεταφορές.