Ευτυπίωση-ίσκα-φώμοψη
Πρόκειται για ασθένειες του ξύλου του αμπελιού και πρέπει να παίρνονται μέτρα αντιμετώπισης τη στιγμή του κλαδέμματος. Οι ασθένειες που προσβάλλουν το ξύλο του αμπελιού (Ευτυπίωση, Ίσκα, Βοτρυοσφαίρια και Φόμοψη), αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές, διότι προκαλούν σημαντικές ζημιές τόσο στην παραγωγή όσο και στο φυτικό κεφάλαιο. Επειδή η επιδημιολογία των σπουδαιότερων ασθενειών του ξύλου (Ευτυπίωση, Ίσκα) σχετίζεται άμεσα με το χειμερινό κλάδεμα συστήνονται τα παρακάτω: Το κλάδεμα να γίνεται αργά το χειμώνα και με ξηρό καιρό προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μόλυνση, ο υγρός καιρός ευνοεί τις μολύνσεις. Να αποφεύγονται οι μεγάλες τομές κλαδέματος, οι οποίες αυξάνουν τις πιθανότητες μόλυνσης των πρέμνων από μύκητες του ξύλου. Στην περίπτωση που είναι αναγκαίες να γίνονται αργά το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη και να προστατεύονται από τις μολύνσεις με κάποιο προστατευτικό πληγών ή αποτελεσματικό μυκητοκτόνο.
Θα πρέπει ακόμα: α) Τα πρέμνα με εμφανή συμπτώματα προσβολών να κλαδεύονται στα τέλη Μαρτίου. β) Τα υπολείμματα του κλαδέματος (κληματίδες, κεφαλές, βραχίονες ή κορμοί) καθώς επίσης και τα αποξηραμένα από ασθένειες του ξύλου πρέμνα πρέπει να απομακρύνονται από τον αμπελώνα και να καίγονται. Το μέτρο έχει ιδιαίτερη σημασία για τις ευαίσθητες ποικιλίες όπως η ντεμπίνα. γ) Προληπτικά για την προστασία των τομών από τους μύκητες του «συμπλόκου της Ίσκας», αλλά και από άλλους μύκητες του ξύλου, συνιστάται μετά το κλάδεμα ψεκασμός με βορδιγάλειο πολτό σε ενισχυμένη αναλογία, όταν τα φυτά βρίσκονται ακόμη σε λήθαργο.
Ερίνωση
H ερίνωση (Colomerus vitis συν. Eriophyes vitis) είναι ασθένεια-μύκητας που διαχειμάζει στα μάτια της βάσης της κληματίδας της άμπελου και μεταφέρεται όταν το κλάδεμα της άμπελου γίνεται κάτω από συνθήκες υγρασίας (ή βροχής). Η ερίνωση έχει ξεκάθαρα συμπτώματα και η διάγνωση είναι εύκολη. Στα νεαρά ή και στα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα εμφανίζονται χαρακτηριστικές κηλίδες οι οποίες είναι διογκωμένες στην πάνω επιφάνεια του ελάσματος ενώ στην κάτω έχουμε κοιλότητα που καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα.
Ο πρώτος ψεκασμός είναι ιδιαίτερα καθοριστικός για την εξέλιξη της ασθένειας. Εφόσον σιγουρευτούμε ότι έχουμε προσβολή από ερίνωση εξετάζουμε την έκταση του προβλήματος. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε λίγα φυτά εντός του αμπελιού μας ή εμφανίζεται σε μεγαλύτερη έκταση. Ανάλογα με την ένταση διαβαθμίζουμε τα μέτρα αντιμετώπισης:
- Εάν η έκταση είναι μικρή αφαιρούμε τα άρρωστα φύλλα με κορφολόγηση.
- Εάν η έκταση είναι μεγάλη κάνουμε επίπαση με βρεγμενο πανί και θειάφι πάνω και δίπλα από τα άρρωστα φύλα και αφαιρούμαι όσα άρρωστα μπορούμε να αφαιρέσουμε. Η επίπαση πρέπει να γίνεται όταν οι θερμοκρασίες και γενικότερα οι κλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν (καλός καιρός, μειωμένη υγρασία).
Περονόσπορος
Ο περονόσπορος ξεχειμάζει στό έδαφος καί αναρριχάται, μεταφέρεται, ή επεκτείνεται στά φύλλα του αμπελιού, από τά χόρτα, με το πιτσίλισμα τής βροχής καί τον αέρα. Γιά τόν πολλαπλασιασμό του απαιτούνται σταγόνες βροχής ή δροσιάς (υγρασία). Γίνεται αντιληπτός όταν έχει ήδη προσβάλλει τά φύλλα καί εξαπλώνεται. Προσβάλλονται τά φύλλα, οι κληματίδες, οι βότρυες (σταφύλια) καί οι έλικες. Η κρίσιμη περίοδος είναι μέχρις τό γυάλισμα τής ράγας.
Σέ περιπτώσεις προσβολής στά φύλλα, τά συμπτώματα είναι εμφανή ως κηλίδες ελαίου στήν κάτω επιφάνεια. Οι κηλίδες τού περονοσπόρου, αρχικά κιτρινωπές καί διαφανείς πού εξελίσσονται σέ λευκόχροες, αποτελούν χιονώδεις λευκές εξανθήσεις χωρίς νηματίδια. Η προσβολή στίς κληματίδες, σχηματίζει καστανομέλανες κηλίδες. Στόν περονόσπορο, το φαινόμενο αυτό είναι σπάνιο, αλλά πολύ σοβαρό. Προσβάλλονται οι νεαροί αναπτυσσόμενοι βλαστοί. Σέ σοβαρή προσβολή, τό υπόλοιπο τής κληματίδας παραμορφώνεται καί ξεραίνεται.
Κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη της ασθένειας θεωρείται ο Μάιος, διότι ανεβαίνει η θερμοκρασία, ο μύκητας συμπληρώνει το βιολογικό του κύκλο συντομότερα και προκαλεί πολυάριθμες νέες προσβολές. Ευνοϊκές συνθήκες για μολύνσεις είναι ακόμα όταν επικρατούν θερμοκρασίες 15-27οC, σχετική υγρασία >85% κι ακολουθήσει βροχή. Επιπλέον, την ίδια περίοδο η βλαστική ανάπτυξη της αμπέλου είναι ταχύτατη, με αποτέλεσμα να σχηματίζει συνεχώς νέους ιστούς, οι οποίοι είναι ευπαθείς στις μολύνσεις. Για την αντιμετώπιση του περονοσπόρου συστήνονται εφαρμογές με κατάλληλα μυκητοκτόνα, σύμφωνα με το πρόγραμμα Γεωργικών Προειδοποιήσεων, ή προληπτικά στο στάδο των 3-4 φύλλων, στο «μούρο», πριν την άνθηση, μετά το δέσιμο, μετά από 15-20 ημέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την πίεση προσβολής.
Γιά τόν περονόσπορο, προληπτικά, ψεκασμός μέ χακλούχο σκεύασμα:
- 'Οταν οι βλαστοί έχουν ανάπτυξη 8-10 εκατοστά (προσοχή μην το κάψετε!)
- 10 – 15 ημέρες μετά
- Λίγο πρίν τήν άνθησι καί
- Λίγο μετά τό δέσιμο του καρπού
Ωίδιο
Τό ωΐδιο(θειαφασθένεια) είναι μύκητας που ξεχειμάζει κάτω από τόν φλοιό τών οφθαλμών καί επεκτείνεται όπως καί ο περονόσπορος. Αρκεί μόνον σχετική υψηλή υγρασία γιά τόν πολλαπαλσιασμό του. Αντιθέτως με τον περονόσπορο, οι κηλίδες τής θειαφασθένειας (ωίδιο), είναι λαμπρότερες, δημιουργούν ένα ελαφρύ αραχνοειδές δύκτιο καί η κηλίδα διασχίζεται από καστανά νηματίδια. Η θειαφασθένεια(ωίδιο) στήν αρχή τής προσβολής οδηγεί σέ μιά υπέρδιέγερση καί κυματισμό τού φύλλου. Ακριβώς, λόγω τής νεκρώσεως, πρώτα τών άνω επιδερμικών κυτάρων ενώ τά κάτω αυξάνονται, τό φύλλο μαζεύει καί τά ακρα τών λοβών συστρέφονται πρός τά άνω.
Η προσβολή της θειαφασθένειας στούς βότρυες οδηγεί στο να ξεραίνονται καί πέφτουν οι ράγες, ή να παρατηρείται ανθόρροια. Οι προσβεβλημένες νεαρές ράγες καλύπτονται από μιά φαιόχροη σκόνη, (στάχτη). Συνήθως, καί ιδιαίτερα στήν συνέχεια οι ράγες σκάνε. Η θειαφασθένεια δεν αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ η ντεμπίνα ώς ποικιλία είναι αρκετά ανθεκτική σε αυτή, εφόσον το αμπέλι βρίσκεται σε ευήλια και ευάερή τοποθεσία.
Για την αντιμετώπιση της θειαφασθένειας μπορούν να εφαρμοστούν τα κάτωθι:
- Κορυφολόγηση συντηρητικά του αμπέλιου ( τά τρυφερά τμήματα τών βλαστών).
- Αραίωση λίγο τά κάτω καί μέσα φύλλα γιά περισσότερο αερισμό καί ήλιο (τά σκιασμένα, τά αδύναμα, τά δεύτερεύοντα φύλλα, χωρίς νά να αφαιρεθούν τά μεγάλα, πρωτεύοντα, ώριμα φύλλα).
- Επίπαση θείου με ένα φυσερό, ελαφρώς καί ομοιόμορφα. Επειδή οι θερμοκρασίες τών ημερών είναι υψηλές, πρόσεχε: Εξωτερικά μόνον "άχνισμα" καί βασικά πρός τά ανώτερα τμήματα. Εσωτερικά, όπου καί τά σταφύλια, ελαφρώς περισσότερον άχνισμα έως σκόνισμα. Μή γελαστής καί θειαφίσης ημέρα μέ τήν ζέστη. θά σκοτώσης τό ωΐδιο, αλλά καί τά κλήματα. Καλύτερα πρός τό βραδάκι, μετά τίς 6 τό απόγευμα ή άν δέν εχει δροσιά, πρίν ανατείλη ό ήλιος. Μέ τίς παρούσες καιρικές συνθήκες η ποσότης θείου περί τό ένα κιλό στό στρέμμα είναι υπερ-αρκετή.
Πρακτικά τό κορυφολόγημα συνδυάζεται καί μέ ψεκασμό, (τόν τελευταίο κατά τό γυάλισμα τής ράγας). Επειδή, όμως, είναι μάλλον "βαρύ" θείο καί ψεκασμός συχγρόνως καί ιδιαίτερα λόγω τής θερμοκρασίας, καλό είναι είτε να γίνεται ο ψεκασμός 3-4 μέρες μετά το θειάφισμα είτε το θειάφισμα να γίνεται 8-10 ημέρες μετά τον ψεκασμό. Πρόσοχή στίς θερμοκρασίες μή κάεί τό αμπέλι. Τίναζουμε τό τυχόν συγκετρωμένο θείο πάνω από τά φύλλα.
Βοτρύτης (τέφρα)
Ο βοτρύτης είναι ευρύτατα διαδεδομένος μύκητας. Προσβάλλει την ντεμπίνα και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και πραγματική απειλή για την εμπορεύσιμη παραγωγή. Εκτός από τις ποσοτικές απώλειες υποβαθμίζει και την ποιότητα των προϊόντων, ενώ ζημιώνει την παραγωγή και μετασυλλεκτικά κατά την αποθήκευση και την μεταφορά.
Η εμφάνιση του βοτρύτη Προκαλεί στην αρχή καστανές υδατώδεις εκτεταμένες κηλίδες, που μπορεί να εξελιχθούν σε νεκρώσεις. Χαρακτηριστική είναι η γκρίζα εξάνθιση (χνούδι) του μύκητα στα προσβεβλημένα όργανα. Προσβάλλει όλα τα μέρη του αμπελιού (φύλλα, στελέχη, άνθη, καρπούς) και σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους. Ο βοτρύτης μπορεί να αναπτυχθεί και σαπροφυτικά σε υπολείμματα της καλλιέργειας και σε νεκρά μέρη των φυτών και από εκεί να μολύνει γειτονικούς υγιείς ιστούς. Ο μύκητας είναι περισσότερο γνωστός με την ατελή του μορφή, ως Botrytis cinerea (Αδηλομύκητας) και με την εξάνθιση γκρίζου χρώματος (ασθένεια «τεφρά σήψη»). Σχηματίζει κονιδιοφόρους με μακρύ ποδίσκο και υαλώδη κονίδια σε σχηματισμό βότρυ στις διακλαδώσεις. Στους προσβεβλημένους ιστούς μπορεί να σχηματιστούν επίσης τα μαύρα σκληρώτια του μύκητα. Τα κονίδιά του βλαστάνουν σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών (από 1-30 oC) αν και η ιδανική θερμοκρασία είναι 18 oC. Είναι ξηροσπόρια και μεταφέρονται κυρίως με τον άνεμο. Απελευθερώνονται με έναν υγροσκοπικό μηχανισμό, γι’ αυτό αφθονούν όταν υπάρχουν απότομες μεταβολές της υγρασίας στη διάρκεια της ημέρας. Για την βλάστησή τους όμως είναι απαραίτητη η ύπαρξη σταγόνας νερού ή πολύ υψηλής σχετικής υγρασίας (τουλάχιστον 90%). Σε θερμοκρασίες 15-20 oC και παρουσία νερού ή υψηλής σχετικής υγρασίας (βροχή ή παρατεταμένος υγρός καιρός) η ανάπτυξη του μύκητα είναι πολύ γρήγορη και η μόλυνση ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες ώρες.
Ο βοτρύτης μπορεί να εμφανισθεί δευτερογενώς μετά από προσβολές από έντομα ή από φυσικές ζημιές, π.χ. από χαλάζι, διεισδύοντας από τους ήδη τραυματισμένους ιστούς (οι πληγές των ιστών αποτελούν πύλες εισόδου του βοτρύτη).
Παγίδες Εντόμων
Μετά τον τελευταίο ψεκασμό με χαλκούχο+εντομοκτόνο, μπορούμε να δοκιμάσουμε την αποτελεσματικότητα των πρόχειρων παγίδων για έντομα. Κόβουμε ένα πλαστικό μπουκάλι νερού στη κορφή, εκεί που αρχίζει ο κορμός και αναποδογυρίζοντας το κομμάτι που είναι σα χωνί το χώνουμε μέσα στο μπουκάλι. Τρυπάμε και τα δυό μαζί και περνάμε ένα σύρμα με μήκος τελικό 30 εκατοστά. Το μπουκάλι θα κρεμαστεί από το δεύτερο ή πρώτο σύρμα, ανάλογα που είναι τα περισσότερα τσαμπιά. Το περιεχόμενο είναι: 2 δάχτυλα κρασί, 3 κουταλιές ζάχαρη λιωμένη και έως λίγο κάτω από το στόμιο του αναποδογυρισμένου χωνιού νερό. Ο σκοπός μας είναι να "πιάσουμε" όσες περισσότερες πεταλούδες της ευδεμίδας ή μύγες (μεσογειακή μύγα) γίνεται, τωρα πριν γεννήσουν στους καρπούς..με αποτέλεσμα λιγότερα εντομοκτόνα. Μπορούμε ακόμα να δοκιμάσουμε το πιατάκι με θειάφι στη ρίζα, όταν έχουν αρχίσει οι γερές ζέστες. Με αυτό το μέτρο μόλις μπαίνει κανείς στο αμπέλι μυρίζει έντονα το θειάφι. Ως γνωστό, το θειάφι εκτός από την δι'επαφής δράση η οποία δεν επιτρέπεται πλέον για τον φόβο των εγκαυμάτων στους καρπούς και στα φύλλα, καλή δουλειά κάνει και με την "αναπνοή".