Ο Βορδιγάλιος πολτός είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση διάφορων παθήσεων της άμπελου που οφείλονται σε μύκητες ή σε βακτηρίδια (ωίδιο - αλλά κυρίως τον περονόσπορο). Φτιάχνεται με διάλυμα θειικού χαλκού (2% κ.ο.)(με χρήση γαλαζόπετρας) και σβησμένης ασβέστου που χρησιμοποιείται σαν προληπτικό φάρμακο, για να εμποδίσει την προσβολή των φυτών από διάφορες μυκητολογικές αρρώστιες. Τον βοδιγάλιο πολτό μπορούμε να το φτιάξουμε εμείς, εφόσον υπάρχουν τα κατάλληλα υλικά (γαλαζόπετρα και ασβεστόπετρα), ή μπορούμε να το αγοράσουμε έτοιμο σε σκόνη (θειοχαλκίνη 20WG). Η χρήση του βορδιγάλιου πολτού είναι πάρα πολύ εκτεταμένη λόγω της μεγάλης αποτελεσματικότητάς του και ο ψεκασμός ξεκινάει την άνοιξη.
Ο βορδιγάλιος πολτός παρασκευάζεται ως εξής για ποσότητα 100 περίπου κιλών: Διαλύουμε 1.5 έως 2.5 κιλά θειικού χαλκού μέσα σε ένα δοχείο ξύλινο ή πλαστικό, που να έχει 50 κιλά νερό. Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση μεταλλικών δοχείων, γιατί τα τρυπάει ο θειικός χαλκός. Σε άλλο δοχείο ανακατεύουμε ένα-δύο κιλά σβησμένη ασβέστη (ασβεστόπετρα) με 50 κιλά νερό και φτιάχνουμε γάλα της ασβέστου. Κατόπιν χύνουμε το γάλα της ασβέστου λίγο - λίγο στο διάλυμα του θειικού χαλκού και ανακατεύουμε καλά. Το διάλυμα το ανακατεύουμε καλά και το βάζουμε σε ψεκαστήρα και ψεκάζουμε με αυτό καλά τα φύλλα και τα βλαστάρια του αμπελιού. Για να κολλάει καλύτερα στα φυτά που ψεκάζουμε, ο βορδιγάλιος πολτός, βάζουμε και λίγο σαπούνι (150-200 γραμμάρια) ή λίγη ζάχαρη στο μείγμα. Μερικές φορές βάζουμε και διάλυμα (κολλοειδές) θειαφιού και έτσι το φάρμακο γίνεται πιο δυνατό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για περισσότερες ασθένειες των φυτών. Το διάλυμα έχει χρώμα ασπρογάλαζο, όπως περίπου το χρώμα του ουρανού. Ο βορδιγάλιος πολτός πρέπει να χρησιμοποιείται την ίδια μέρα που θα παρασκευασθεί, γιατί όσο μένει, χάνει τις αρχικές του ιδιότητες και μπορεί να κάψει τα φυτά. Είναι φυσικό δηλητήριο και κατά τον ψεκασμό πρέπει να παίρνονται οι ανάλογες προφυλάξεις (απαραίτητη η χρήση μάσκας και πλαστικών γαντιών)..
Κατα την κατασκευή του μίγματος των 50 κιλών θεικού χαλκού, η γαλαζόπετρα διαλύεται κρεμασμένη σέ λινάτσα ή σέ τούλι μέσα στό νερό καί όχι χύμα. Τό διάλυμα είναι όξινο καί σέ μεγάλη περιεκτικότητα καίει τά φύλλα. Γιά τούτο, τά ποσοστά κυμαίνονται: 0.5-1% κ.β. χωρίς ασβεστόνερο, ή σέ ποσοστό 1-2.5% κ.β. μέ ασβεστόνερο. Άν καί κυκλοφορούν εναλλακτικά σκευάσματα – υποκατάστατα τού βορδιγάλειου πολτού, ο τελευταίος είναι πιό δραστικός. Γιά ψεκασμούς κατά τά πρώτα στάδια τής βλαστήσεως προτιμάτε τά χαμηλότερα όρια: 0.5% - 1.0% κ.β. και μέ ασβεστόνερο. Σταδιακά, με τη βλάστησι, αυξάνετε την αναλογία. Όπως έχουν δείξει σχετικές μελέτες, υπέρβασις τού ορίου 2.5% κ.β. δέν προσθέτει κάτι παραπάνω στήν αντιμετώπιση τού προβλήματος και, απλώς, επιβαρύνεται τό περιβάλλον χωρίς λόγο. Τό «σοφάτισμα» τών φύλλων με βορδιγάλειο πολτό αντεδείκνυται, ως δυσχεραίνον τήν διαδικασία τής φωτοσυνθέσεως. Γιά μεγαλύτερη οικονομία ή αποτελεσματικότητα προσθέτετε καί ένα προσηλωτικό – προσκολλητικό τού εμπορίου στό διάλυμα.
Οι ψεκασμοί αρχίζουν με την εμφάνιση του τρίτου φύλου ανά βλαστό στο αμπέλι. Αρχικά την πρώτη φορά σκονίζουμε (επίπαση) με θειοχαλκίνη ή θειάφι (με καλσόν ή πανί) για την καταπολέμηση του περονόσπορου ( χαλκός ) και του ωιδίου ( θειάφι ). Η επίπαση πρέπει να γίνεται σε περίοδο που δεν έχει βροχές, γιατί η βροχή ξεπλένει την θειοχαλκίνη και το θειάφι. Εν συνεχεία μέτρα γιά τήν προστασία από μυκητιάσεις πρέπει νά εφαρμόζονται προληπτικά καί όποσδήποτε αμέσως μετά τα πρώτα συμπτώματα, ή όταν οι συνθήκες αναμένεται νά τίς ευνοήσουν (μετά από βροχή ή χαλάζι). Γιά τόν περονόσπορο, προληπτικά, είναι απαραίτητος ο ψεκασμός μέ χακλούχο σκεύασμα όταν οι βλαστοί έχουν ανάπτυξη 8-10 εκατοστά, 10 – 15 ημέρες μετά έως λίγο πρίν τήν άνθησι καί λίγο μετά τό δέσιμο. Γιά τήν προληπτική καταπολέμησι τού ωϊδίου, η εφαρμογή μέ θειούχο σκεύασμα ή θείο, έχει μιά διαφορά φάσεως, δηλαδή γίνεται λίγες ημέρες νωρίτερα, δηλαδή όταν τά τρία πρώτα φύλλα τού βλαστού έχουν ανοίξει (επίπαση με θείο). Τούτο, κρίνεται ιδιαίτερα επιβεβλημένο στήν περίπτωσι προσβολής από τήν προηγουμένη χρονιά. Κατά τήν άνθησι τό θείο ενεργεί θετικά στήν επικονίασι τών ανθέων, ή μετά από 10 ημέρες, (περίπου). Όψιμες επεμβάσεις με θείο μπορούν ακόμα να γίνουν: Δυό μήνες πρίν τόν τρυγητό, καλό είναι όμως να αποφεύγονται, διότι θά έχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα στήν ποιότητα τού οίνου.
Προσοχή: Μή ψεκάζετε μέ γαλαζόπετρα όταν ο καιρός είναι κρύος, κάτω από 10 βαθμούς κελσίου. Στήν περίπτωσι αυτή προτιμήσετε ένα πιό ήπιο σκεύασμα, π.χ. Fagraman 20WG. Ο θειικός χαλκός, λόγω τής οξύτητάς του μπορεί νά αποδειχθεί τοξικός γιά τά νεαρά κυρίως φύλλα καί προκαλεί καθυστέρησηι στήν βλάστηση. Μή θειαφίζετε όταν η θερμοκρασία είναι κάτω τών 20 βαθμών κελσίου, ή άνω τών 32 βαθμών. Τό θειάφι γιά νά ενεργήσει, (εξάτμισις καί δημιουργία οξειδίου πού θά σκοτώση τό ωΐδιο), θέλει ήλιο καί θερμοκρασία. Στίς υψηλές θερμοκρασίες, άνω τών 35 βαθμών κελσίου το θειάφι θά προκαλέσει σοβαρά εγκαυματα στά φύλλα. Τό ωΐδιο, πάνω από τού 40 βαθμούς κελσίου σκοτώνεται από τήν ζέστη. - Εάν δέν είστε επαγγελματίας, ή δέν έχετε ακριβή αίσθησι τού μέτρου καί σαφή επίγνωσι τών επιπτώσεων, μή χρησιμοποιείτε τό θείο σέ βρέξιμη μορφή μαζί μέ τόν ψεκασμό γιά τόν περονόσπορο. Τό θείο αυτό είναι πολύ ισχυρό μέ μεγαλύτερη διάρκεια καί ενδέχεται νά προξενήσετε σοβαρά εγκαύματα στά κλήματα.
Σημειώσατε ότι ως ανώτατο όριο μεταλλικού χαλκού κατ’ έτος ανά εκτάριο (100m X 100m= 10 στρέμματα), θεωρείται η ποσότης 5 κιλά (30 κιλά θειοχαλκίνης), δηλαδή μισό κιλό μεταλλικού χαλκού ανά στρέμμα κατ’ έτος (3 κιλά θειοχαλκίνης). Έτσι, πρακτικά, άν ξεκινήσωμε αντίστροφα, έχομε καί λέμε: Γιά ένα στρέμμα αμπέλι απαιτούνται τό maximum οι παρακάτω ποσότητες διαλύματος ψεκασμού, κατά περίπτωση :
1 ψεκαστήρα αρχές μέ μέσα Απριλίου όταν η βλάστησις κοντεύει νά φθάση τήν μιά σπιθαμή, (1 ψεκαστήρα= 12 κιλά περιεχόμενο διαλύματος) (ή επίπαση με θειοχαλκίνη ή θείο).
2 ψεκαστήρες πρός τέλη Απριλίου (όχι απαραίτητο, μόνο αν έχει πολλές βροχές).
3 ψεκαστήρες πρός τά μέσα Μαΐου (πρίν την ανθίση). Προχοχή στό άνθος ποτέ δέν ψεκάζομε!
5 ψεκαστήρες μέ τό δέσιμο, (αρχές Ιουνίου)
5 ψεκαστήρες τέλη Ιουνίου, μέ τό 2ο κορφόκομα, πρί πάρη νά γυαλίση η ράγα, καί γιά τήν αποφυγή μωσαϊκοποήσεως τού μύκητα
καί
6 ψεκαστήρες γιά έκτακτες καταστάσεις, ή λόγους ασφαλείας, όποτε τύχει, (πρίν τό γυάλισμα, ή μετά τόν τρυγητό, τό φθινόπωρο).
Δηλαδή έχουμε maximum 22 ψεκαστήρες τό στρέμμα Χ 12 κιλά η ψεκαστήρα = 260 κιλά (περ.). Ο Μεταλλικός χαλκός στά 100 κιλά διαλύματος είναι: 100 Χ (0.5/260)= 0.19 κιλά (~ 190 γραμμ.) Δεδομένου ότι ο μεταλλικός χαλκός στήν γαλαζόπετρα καί τήν σκόνη – σκεύασμα τού βορδιγαλειου πολτού είναι 25% (= 1/4) , προκύπτει ότι μέ αναλογία 0.19 κιλά Χ 4 (/(1/4)) = 0.75 - κιλά θειικού χαλκού ανά 100 λίτρα διαλύματος ικανοποιεί τήν συνθήκη τού περιορισμού. Πρακτικά, επειδή όλοι αυτοί οι ψεκασμοί θά είναι στήν χειρότερη περίπτωσι τό όριο κυμαίνεται γύρω στό 1% κιλά θειικού χαλκού. Τό ασβεστόνερο προστίθεται μετά, βαθμιαία καί μέ συνεχή ανάδευσι, έως ότου ο σχετικός δείκτης (τού ηλιοτροπίου) αρχίζει νά αλλάζει χρώμα, πού σημαίνει ότι τό διάλυμα ουδετεροποιήθηκε καί βαίνει πρός τό αλκαλικό. Εμπειρικά, μπορείτε νά επισημάνεται τό σημείο αυτό καθώς «κόβει» ο πολτός, δήλαδή όταν αρχίζει νά παίρνει ασβεστο-γαλανώδες χρώμα λόγω ιζήματος. Εναλλακτικά καί κατά προσέγγισι, στό ήμισυ τού νερού διαλύουν τόν χαλκό καί στό άλλο ήμισυ τόν ασβέστη. Άν τό διάλυμα παραμείνη γιά πολύ, καθίσταται καυστικό. Γιά τούτο, πρέπει νά χρησιμοποιείται άμεσα, τήν ίδια ημέρα.
Μέ τόν ψεκασμό, ιόντα τού χαλκού απορροφώνται από τούς ιστούς τού φύλλου επενεργώντας σέ πολλά ένζυμα. Τό κυριώτερο, όμως είναι ότι ο χαλκός επιδρά στίς οξειδώσεις τού μεταβολισμού τού αζώτου, μέ αποτέλεσμα τά φύλλα νά έχουν μικρότερα ποσοστά διαλυτού αζώτου καί ηυξημένη σύνθεση τών πρωτεϊνών. Ο μύκητας τού περονοσπόρου ευνοείται από τίς αδιάλυτες αζωτούχες καί φωσφορικές ενώσεις. Τά ώριμα φύλλα έχουν ήδη δεσμεύσει τό μεγαλύτερο ποσοστό από τίς ενώσεις αυτές καί είναι αδιάλυτες. Τά νεαρά, όμως,φύλλα καί δή κατά τήν διάρκεια τής νύκτας καί μέ ικανή θερμοκρασία, διαθέτουν μεγάλο βαθμό διαλυτότητας καί ευνοούν τόν πολλαπλασιασμό τού μύκητα. Έτσι, ο χαλκός ενισχύει τήν άμυνα τών φύλλων έναντι τού περονοσπόρου. Επί προσθέτως, ελεύθερα ιόντα τού χαλκού καταστέλλουν τήν έκπτυξι τών σπορίων τού μύκητα. Παράλληλα, τό φύλλο καθίσταται πιό σκληρό καί ανθεκτικό. Επιβαρύνσεις τού εδάφους μέ υψηλές τιμές μεταλλικού χαλκού δέον όπως αποφεύγωνται. Ο χαλκός επιδρά αρνητικά στούς γεωσκώληκες. Γιά τήν αποτελεσματικώτερη καταπολέμησι τού περονοσπόρου, σκόπιμον είναι νά γνωρίζη ο καλλιεργητής τόν κύκλο αναπαργωγής τού μύκητα. Τά αυγά τού μύκητα πέφτουν στό χώμα μέ τά φύλλα. Στόν βαθμό πού δέν καταπολεμήθηκε επαρκώς τήν προηγουμένη χρονιά τό δυναμικό του θά είναι ηυξημένο. Καθοριστικό γιά τούτο είναι καί ο τελευταίος ψεκασμός, (αρχές Ιουλίου, η τό Φθινόπωρο) πού αποβλέπει όχι στήν πρόληψι τής προσβολής, αλλά στήν αποτροπή τής μωσαϊκοποιήσεως τών σπορίων του επάνω στό φύλλο. Μεγάλο μέρος τών αυγών παρασύρεται μέ τίς βροχές, ιδίως στά στράγγια εδάφη. Τά υπόλοιπα, τήν άνοιξη μέ θερμοκρασία πάνω από 8 βαθμούς κελσίου καί αφού παραμείνουν μουσκεμένα γιά κάμποσες ημέρες, βλαστάνουν καί δίνουν τά ζωοσπόρια. Μιά πρωτογενής μόλυνσις σημειώνεται μέ ισχυρή βροχόπτωσι , μεταφέροντας τά ζωοσπόρια στά φύλλα. Η ενεργοποίησις τής πρωτογενούς μολύνσεως προϋποθέτει φύλλα υγρά γιά τουλάχιστον 4 ώρες καί σχετική υγρασία 95%, ή, υγρά φύλλα γιά πάνω από 10 ώρες, ή βροχή τούλάχιστον 10 χιλιοστών μέσα σέ τρείς ημέρες. Τά σημαδια τής μολύνσεως, οι κηλίδες, αρχίζουν νά εμφανίζωνται μετά από 8-12 ημέρες από τήν ενεργοποίησι τής αρχικής μολύνσεως. Από αυτές, οι περίπου 4-5 ημέρες απαιτούνται γιά τήν επώασι, με μέση ημερήσια θερμοκρασία 20 βαθμών κελσίου. Χαμηλές θερμοκρασίες καθυστερούν τήν επώαση. Στό στάδιο αυτό τά ζωοσπόρια απελευθερώνουν τά κονίδια πού μπαίνουν στό φύλλο. Τά ζωοσπόρια ενδέχεται, λόγω ξηρού καιρού, νά καθυστερήσουν νά βλαστήσουν(λανθάνων χρόνος καί όχι επιμύκυνσις επωάσεως). Τά ζωοσπόρια έχουν μέση διάρκεια ζωής 5 ημέρες. Οι δευτρεύουσες προσβολές γίνονται μέ τόν πολλαπλασιασμό τών κονιδίων σέ λιγώτερο χρόνο καί μέ τήν συντήρησι ή τήν βοήθεια τού νερού ή λόγω της αυξημένης υγρασίας. Η νύκτα είναι πολύ πιό ευνοϊκή γιά τόν πολλαπλασιασμό τους. Ως εκ τούτου, η διαπίστωσις γίνεται όταν τό κακό έχει γίνει. Όπως, επίσης, η επέμβασις μετά τήν βροχή έχει νά καταστείλη έναν πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από ό,τι πρίν. Τό πρόβλημα είναι ότι δέν γνωρίζουμε πότε θά βρέξει. Γιά τούτο οι επεμβάσεις γίνονται προληπτικά πρίν καί κατασταλτικά μετά τήν βροχή.